Αδολεσχία σημαίνει ακατάσχετη φλυαρία, ανούσιος βερμπαλισμός μέχρι αηδίας. Αδολέσχης είναι εκείνος που λέει ό,τι του έρχεται στο μυαλό και προσπαθεί να γίνει ευχάριστος.
- Συνώνυμα: περιττολογία, βερμπαλισμός, αερολογία
- Αντώνυμα: ολιγολογία, βραχυλογία
- Ετυμολογία: άδος, ααδής = δυσάρεστος + λέσχη = αίθουσα διαλέξεων (αυτός του οποίου ο λόγος είναι δυσάρεστος).
- Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Ιων. Σταματάκου
- Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλος - Φυτράκης
- www.freestuff.gr
- elwiktionary.org
- Η ακατάσχετη αδολεσχία του και η συνεχής λογοδιάρροιά του κούρασαν το κοινό το οποίο απογοητευμένο άρχισε να φεύγει πριν το τέλος του λόγου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου