Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Προτεινόμενο βιβλίο: Γαλήνη, Ηλίας Βενέζης



Ένα ευκολοδιάβαστο και γεμάτο εμπειρίες  - αρνητικές και θετικές  μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, αυτής των προσφύγων -  βιβλίο προτείνω σε φίλους της ανάγνωσης και του γραπτού λόγου για αυτές τις ημέρες, λίγο πριν την επίσημη έναρξη του σχολικού έτους 2011-2012.
   Πρόκειται για το μυθιστόρημα " Γαλήνη " του Ηλία Βενέζη, λογοτέχνη της λογοτεχνικής γενιάς του 1930, γενιάς που επηρεάστηκε από το θλιβερό γεγονός της μικρασιατικής καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών αλλά και της δύσκολης προσαρμογής των προσφύγων στις νέες περιοχές εγκατάστασης.
   Όσον αφορά στον τίτλο, Γαλήνη είναι το ποθητό αγαθό που επιδιώκουν οι ταλαιπωρημένοι και πανταχού γυρισμένοι πρόσφυγες της Φωκίδας της Μικρασίας, οι οποίοι ποθούν να βρούνε την ηρεμία, τη σταθερότητα, την ασφάλεια στο μέρος που τελικά τους φέρνουν με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και να "ξαναστήσουν " τις ζωές τους από την αρχή. Ωστόσο, όσο κι αν πρόκειται για ένα απλό φαινομενικά ζητούμενο που δεν προσκρούει στα θέλω και τις φιλοδοξίες του συνηθισμένου ανθρώπου,  δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι πρόκειται για μία κατάσταση που δύσκολα μπορεί να βρει ο άνθρωπος είτε λόγω του ανικανοποίητου της ανθρώπινης φύσης είτε λόγω των εξωτερικών συνθηκών. Κάπως έτσι λοιπόν, θα συμβούν τα πράγματα και σε αυτό το βιβλίο.
    Πού όμως διαδραματίζονται όλα αυτά; Στην Ανάβυσσο. Είναι ένας τόπος σε κάποιον απόμερο κόρφο του Σαρωνικού. Άλλοτε εκεί ήταν το μέρος όπου οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής βάζανε τους νεκρούς τους να αναπαυτούνε.Τώρα κανένας δημόσιος δρόμος δεν οδηγεί σε αυτόν τον τόπο. Ο οδοιπόρος εδώ δε θα βρει ούτε ένα δέντρο. Σκίνα μονάχα βρίσκονται, αγκάθια, βούρλα και άμμος.Χέρια ανθρώπου από πολλούς αιώνες δεν όργωσαν το χώμα. Μέσα από τούτο το πέρασμα βλέπει κανείς στο βάθος τη γαλανή γραμμή της Πελοποννήσου, της Αίγινας και της Ύδρας. Ένα μονοπάτι μπορεί να φέρει τον Οδοιπόρο στην ακρογιαλιά της Ανάβυσσου μέχρι τις Αλυκές, μοναδικό σημάδι πως υπάρχει ζωή σε τούτην την ανθρώπινη ερημιά.
   Εδώ λοιπόν φτάνει ξαφνικά ένα κοπάδι ανθρώπων ένα πρωινό του Ιουλίου του 1923 στηρίζοντας όλες τις ελπίδες του για μια νέα ζωή  μετά την μάταιη και άσκοπη περιπλάνησή τους στις περιοχές της Πελοποννήσου. Το μόνο που αρχικά ζητάνε; Λίγο νερό. Καταφέρνουν βέβαια να βρούνε άφθονο στο τρίτο πηγάδι που θα συναντήσουν. Κι ενώ η εύρεση νερού εξασφαλίζει κάπως το όνειρό τους, οι δυσκολίες είναι τόσες πολλές που κάμπτει συχνά το ηθικό κυρίως χαρακτήρων όπως της κυρίας Ειρήνης Βένης- αδύναμων, καθόλου δουλεμένων στην καθημερινή βιοπάλη και συχνά με το αίσθημα του αδικημένου ανθρώπου από τα δεινά της ζωής.
   Τα εμπόδια πολλά: η περιφρόνηση, η ρατσιστική αντιμετώπιση και η εχθρική διάθεση πρώτα από μία μικρή ομάδα αρχαιοκάπηλων που με αρχηγό τους τον Πράσινο- ένα λιγομίλητο καιροσκόπο με πράσινα μάτια και αιμοβόρο βλέμμα- νιώθουν ότι οι νέοι πληθυσμοί έρχονται να ταράξουν τη δική τους γαλήνη και να σταθούν τροχοπέδη στις άνομες ορέξεις τους και τις αρπακτικές διαθέσεις τους. Μάλιστα ο τελευταίος δε θα διστάσει να μπει νύχτα στο χωράφι του Γλάρου και να αρπάξει ένα αρχαίο κούρο σπάζοντας τον στη μέση, για να μπορέσει να τον μεταφέρει και απέχοντας έτσι παντελώς από κάθε μορφή πολιτιστικής ευαισθησίας. Στη συνέχεια τα αρνητικά αισθήματα μετατρέπονται σε μίσος και φθόνο από μία ομάδα ντόπιων βλάχων που μένουν πιο ψηλά και αρχικά προσπαθούν να πείσουν τους νέους πληθυσμούς πως σε αυτόν τον άγονο τόπο δεν πρόκειται να προκόψουν, για να φτάσουν αργότερα με κατάλληλους χειρισμούς να στρέψουν τα νερά της βροχής προς τα καλύβια των νεοφερμένων και να προκαλέσουν πλημμύρα στο νεοσύστατο οικισμό. Αλλά και πρακτικά υπάρχουν προβλήματα. Οι σκηνές και τα εργαλεία δημιουργίας καλυβών αργούν να καταφθάσουν, ο τόπος είναι άγονος και γεμάτος πέτρα και φαίνεται δύσκολο να αποδώσουν οι αγροτικές εργασίες των Φωκιανών, οι οποίοι με λιγότερο κόπο είχαν άφθονα αγαθά στην εύφορη πατρική γη.
   Τελικά όμως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχασαν το κουράγιο τους, δημιούργησαν τον τόπο κατοικίας τους, πήραν ο καθένας από ένα κομμάτι γης και κατέθεσαν όλες τις δυνάμεις τους για την καλύτερη έκβαση των πραγμάτων, έφτιαξαν μάντρες για τα ζωντανά, τα οποία σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν  ενώ οι άνθρωποι προσπάθησαν να συνεχίσουν τις ζωές τους, ερωτεύονταν, αγαπούσαν, μεγάλωναν την οικογένειά τους. Γιατί, όπως είπε και οΕλ. Βενιζέλος, "οι πρόσφυγες αποτελούν ένα υπέροχο ανθρώπινο δυναμικό", ενώ σύμφωνα με "Το λεωφορείο" Του Τ. Καλούτσα, εάν σε όλη τη γη υπήρχε ένα μόνο λεωφορείο με πρόσφυγες, είναι βέβαιο ότι αυτοί οι άνθρωποι θα κατάφερναν να επιβιώσουν. 
      Όσον αφορά στους χαρακτήρες, πρωταγωνινιστές είναι η οικογένεια του Κυρίου Βένη, ενός ηλικιωμένου γιατρού ο οποίος παντρεύτηκε την κατά πολλά χρόνια μικρότερή του Ειρήνη, κόρη ξεπεσμένου πρώην Πρέσβη, η οποία αναγκάστηκε λόγω συνθηκών να συγκατανεύσει σε ένα γάμο κατά συνθήκη. Καρπός του γάμου τους η μικρή Άννα, η οποία μετά από χρόνια δέχεται με χαρά τον παιδικό έρωτά της, τον Ανδρέα, ο οποίος γυρίζει μετά από πολύμηνη αιχμαλωσία στα κάτεργα της Ανατολής. Δίνουν υπόσχεση για γάμο, όμως τη χαρά του έρωτά τους και τη γαλήνη της ζωής τους θα διακόψει ο βιασμός της Άννας και η δολοφονία της από έναν ντόπιο, συνεργάτη του Γλάρου. Στο ίδιο σπίτι ζει και η αδελφή της Ειρήνης, η μεσόκοπη κυρία Μαρία, σχεδόν τυφλή, η οποία δε μαθαίνει ποτέ ότι ο γιος της Άγγελος έχει σκοτωθεί στην Ανατολή, και έτσι ζει πάντα με την ελπίδα ότι ο μονάκριβός της κάποτε θα γυρίσει. Ο Δημήτρης Βένης, μεσόκοπος γιατρός, λάτρης της ανάγνωσης βιβλίων και δέκτης της καθημερινής ειρωνείας και εχθρικής διάθεσης της συζύγου του Ειρήνης, θα στηρίξει όλες τις ελπίδες του στη δημιουργία ενός μικρού τριανταφυλλώνα στο άγονο έδαφος της Ανάβυσσου.Η σύζυγός του, εγλωβισμένη σε ένα γάμο που δεν ήθελε ποτέ, περνά το χρόνο της κάνοντας μοναχικές βόλτες στα βράχια της άγονης περιοχής, ενώ στο τέλος θα δραπετεύσει από την ανία του γάμου της με έναν τυχάρπαστο οδηγό μηχανήματος οδοστρωτήρα, αφού πρώτα ξεριζώσει μία - μία τις ανθισμένες τριανταφυλλιές του συζύγου της, βγάζοντας έτσι την επί χρόνια καταπίεσή της πάνω σε κάποιο δικό του δημιούργημα. Από την άλλη, ερχόμαστε σε επαφή και με την οικογένεια του Γλάρου, ενός ανθρώπου δίκαιου, αλλά ολιγομίλητου, "pater familiae",  αλλά και άπληστου με το χρήμα, ο οποίος μπλέκοντας στα δίχτυα της αρχαιοκαπηλίας επιφέρει χωρίς να το θέλει το θάνατο της πρώτης συζύγου του της Ελένης και αφήνοντας ορφανά τα παιδιά του. Τελικά παντρεύεται μία δεύτερη γυναίκα, τη Βάσω, για να φροντίζει τα παιδιά του ενώ καταφέρνει να αγοράσει και μία μικρή βενζινάκατο έχοντας στο μυαλό του σχέδια για μελλοντικό εμπόριο. Βλέπουμε δηλαδή την εξυπνάδα και τον προοδευτισμό  των μικρασιατών προσφύγων, στοιχεία που μεταλαμπαδεύτηκαν με τον καιρό στους ντόπιους κατοίκους και εμπλούτισαν τον καθημερινό τρόπο σκέψης και δράσης τους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο βλέπουμε τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου, την απληστία, την πλεονεξία, τη φιλοδοξία, τον ατομικισμό, τον εγωισμό, την έλλειψη ανθρωπιάς που υπήρχε και πάντα θα υπάρχει στις ανθρώπινες κοινωνίες, ως κατάλοιπο του προπατορικού αμαρτήματος.
     Μέσα από όλα τα παραπάνω, μπορούμε ίσως να μπούμε και στη θέση των σημερινών προσφύγων ή μεταναστών και να κατανοήσουμε λίγο από το δράμα τους ή να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας στο πρόσωπο των ντόπιων και έτσι να κάνουμε τη δική μας αυτοκριτική και ίσως να αναθεωρήσουμε απόψεις, νοοτροπίες και στάση ζωής. Άλλωστε από τα παραπάνω φαίνεται ότι το κακό δεν έχει εθνικότητα, υπάρχει στην ψυχή όλων των ανθρώπων και είναι προσωπική ευθύνη του καθενός να φέρει στην επιφάνεια τα καλά στοιχεία του ήθους και της προσωπικότητάς του.
     Όσον αφορά στη γραφή, το κείμενο είναι εμπλουτισμένο με αφήγηση,περιγραφή και πλούσιο διάλογο, εξασφαλίζοντας ζωντάνια και ελκυστικότητα. Πολλά τα εκφραστικά μέσα που καθιστούν την περιγραφή παραστατική, ενώ η περιγραφή των σκέψεων, των εσωτερικών κινήτρων και των πράξεων των ηρώων φωτίζουν τους χαρακτήρες τους χωρίς προλόγους και περιττά λόγια. Η γλώσσα είναι δημοτική, καθημερινή, αβίαστη και ο αναγνώστης διαβάζει ευχάριστα και άνετα το μυθιστόρημα. 
     Καλή ανάγνωση, λοιπόν!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: